Wednesday, January 30, 2008

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
Tου Xρηστου Γιανναρα
«Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός / μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου / αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι / (οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν / που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη. / Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος / παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται / κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει / ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν / και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει / όψη σεμνήν ιερέως ή καλογήρου. / Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν, / και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν / ντυμένοι μες την πίστη των σεμνότατα».
Το καβαφικό «σεμνότατα» διασαφηνίζει το νόημα της «πίστης»: Δεν πρόκειται για «πεποιθήσεις», αυτές θωρακίζουν το εγώ, συντηρούν την έπαρση. Ούτε για αυθυποβολή πρόκειται, μαγική εκδοχή του θαύματος. Πρόκειται για εμπιστοσύνη: αυτή γεννάει τη σεμνότητα της αυτοπαραίτησης.
Πιστεύω, στη γλώσσα της Εκκλησίας, αλλά και στα αρχαία ελληνικά, σημαίνει εμπιστεύομαι. Αφήνομαι, όπως το βρέφος στην αγκαλιά της μάνας του, παραδίνομαι, όπως ο ερωτευμένος στην ερώμενη αγκαλιά.
Να εμπιστευθώ ποιον, να εμπιστευθώ τι; Ασφαλώς όχι ιδεολογήματα, όχι ψυχολογικές προβολές ορμέμφυτων επιθυμιών μου. Σε τέτοιες παρηγόριες επενδύει η βιολογική, ενστικτώδης θρησκευτικότητα, όχι η εκκλησιαστική πίστη που την ενδύονται σεμνότατα οι μακαριζόμενοι από τον Καβάφη.
Για τα μετά τον θάνατο δεν ξέρουμε τίποτα. Αν κάτι υπάρχει, είναι αδύνατο να σημανθεί με το νόημα που εμείς δίνουμε στο υπάρχειν. Η νοητική και φανταστική μας ικανότητα αδυνατεί να συλλάβει την ύπαρξη ως ελευθερία από τον χρόνο, τον χώρο, τον αριθμό, ενδεχόμενα που «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Αν κάτι υπάρχει, μετά τον θάνατο, δεν μπορεί να λέγεται, μπορεί ίσως να δείχνεται: Με την ευφροσύνη, για παράδειγμα, στη σεμνή (και πάλι) όψη του καβαφικού κυρ Μανουήλ όταν φορεί ενδύματα εκκλησιαστικά για να συναντήσει τον θάνατο.
«Το ιδανικό μου είναι, έλεγε ο σεμνότατος Βίτκενσταϊν, να μεταδίδεται το άρρητο με το να ΜΗΝ επιχειρείται η διατύπωσή του... Αν η φιλοσοφική κατανόηση μεταδίδεται, αυτό δεν επιτυγχάνεται με τον τρόπο που μεταδίδεται η επιστημονική γνώση, δηλαδή με το να δηλώνεται ευθέως και με γλώσσα που κυριολεκτεί. Πρέπει να γίνεται με τον τρόπο της ποίησης».
Ο κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός, αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ξεντύνεται τα βασιλικά του ενδύματα και ενδύεται το ένδυμα ιερέως ή καλογήρου περιμένοντας ευφροσύνως τον θάνατο. «Ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν», παραγγέλλει στην ίδια ποιητική γλώσσα και η Εκκλησία. Το ένδυμα μπορεί να είναι προσωπείο, όπως εξ ορισμού η αυτοκρατορική περιβολή και κάθε στολή, μπορεί να είναι και αισθητό ήθος παραίτησης από κάθε ατομική ιδιαιτερότητα, όπως το ένδυμα του μοναχού. Ο καβαφικός κυρ Μανουήλ δεν γαντζώνεται στο αξίωμα (στην ψευδαισθητική υπερμεγέθυνση που χαρίζει στο εγώ η δημοσιότητα) για να κερδίσει ψευδαπάτες παράτασης του βίου.


Δεν εκλιπαρεί: «προσευχηθείτε όλοι σας για μένα, τον βασιλέα σας, να νικήσω τον θάνατο», δεν επικαλείται την «πίστη» σαν υπέρτερη ιαματική δυνατότητα όταν εξαντλούνται οι ικανότητες της ιατρικής. Περιμένει με ευφρόσυνη όψη τον θάνατο που εγγίζει, επειδή γι’ αυτόν, τον βασιλέα κυρ Μανουήλ ο θάνατος είναι γεγονός ενταγμένο σε μια κατακτημένη, βιούμενη κιόλας σχέση, είναι η κορυφαία δοκιμασία του ρεαλιστικού (του μη φαντασιώδους) χαρακτήρα αυτής της σχέσης.
Μια σχέση δεν λέγεται ποτέ, μόνο δείχνεται. Λέγονται οι συσχετισμοί, οι συναναστροφές, οι δοσοληψίες, οι εξαρτήσεις, λέγεται η επιβολή, η κυριαρχία, η ιδιοκτησία. Η γλώσσα ορίζει το άλλο ή τον άλλον ως αντι-κείμενο που το κατέχουμε. Η σχέση δεν κατέχεται ποτέ, την κερδίζει κανείς συνεχώς, δεν είναι ποτέ τετελεσμένη. Γιατί στη σχέση παραδινόμαστε, και η αυτοπαράδοση, η αυθυπέρβαση, είναι το κορυφαίο και δυσκατόρθωτο άθλημα ελευθερίας. Όσο συνεπέστερα παραδινόμαστε στη σχέση τόσο πληρέστερα τη ζούμε. Και ο θάνατος μπορεί ενδεχομένως να είναι η ολοκληρωμένη αυτοπαράδοση, η είσοδος στην πληρότητα της σχέσης. Αλλά αυτό το λέμε εδώ με νοήματα στην κόψη του επισφαλούς – διαφορετική η ενάργεια της καβαφικής ποιητικής κατάδειξης.
Στο ποίημα του Καβάφη δεν υπάρχει η λέξη «Θεός». Όμως, η αναφορά σε αυτόν «δείχνεται» σε κάθε πτυχή της ποιητικής εικονολογίας. Είναι σαφέστατα ο Άλλος της σχέσης που πραγματώνεται ως πίστη – εμπιστοσύνη, αυτός που κάνει ευφρόσυνη την ετοιμασία για τον θάνατο, που δικαιολογεί τον μακαρισμό όσων «τελειώνουν ντυμένοι μες την πίστη των σεμνότατα». Αποσιωπάται, γιατί είναι ο υπαρκτός της σχέσης, όχι το εννόημα που γίνεται αντι-κείμενο στη γλώσσα.
Μόνο η σχέση αποκαλύπτει προοδευτικά, δυναμικά, την προσωπική ετερότητα ως πραγματική παρουσία. Οι πολιτικοί ηγέτες, οι τηλεπαρουσιαστές, οι ποικίλες στον σύγχρονο βίο διασημότητες, είναι δεδομένα αντι-κείμενα της καθημερινότητάς μας, όπως η κρεμάστρα που κρεμάμε το ρούχο μας ή η καρέκλα στο γραφείο μας – ριζικά άσχετοι με τη ζωή μας. Ενώ ο Καβάφης ή ο Βίτκενσταϊν ή όποιος άλλος έχει λόγο κλητικό σε αμεσότητα σχέσης, είναι πραγματικά υπαρκτός, αποκαλύπτεται εμπειρικά ως παρουσία επειδή (και όταν) ανταποκρινόμαστε στην κλήση του, σπουδάζουμε την προσωπική του ετερότητα στον λόγο του, τον αγαπάμε.
Για πολλούς ο Καβάφης ή ο Βίτκενσταϊν είναι ανύπαρκτοι, ο λόγος τους δεδομένος, αλλά αδιάφορος ή μόνο χρηστικός, σαν κρεμάστρα ή καρέκλα γραφείου. Το ίδιο ανύπαρκτος είναι και «ο Θεός των φιλοσόφων και των λογίων» (Dieu des philosophes et des savants) όπως έλεγε ο Πασκάλ: Αφηρημένο αντικείμενο της νόησης, απρόσιτος στη σχέση, απροσπέλαστος στην εμπειρία – δεν μπορείς να πιστέψεις σ’ αυτόν, να τον εμπιστευθείς. Ανύπαρκτος και ο εμβληματικός «Θεός» των πληρωμένων της κάθε αυλής, που κρώζουν πανικόβλητη αισιοδοξία, ενώ ταυτόχρονα διαδοχολογούν ανήκεστα εξαρτημένοι από την παραισθησιογόνο εξουσία, προσβλέποντας στον θάνατο του άλλου για το νιτερέσο, σαν νεκροθάφτες.
Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός «φορεί ενδύματα εκκλησιαστικά κ’ ευφραίνεται» σαν σε ερωτική αναμονή, σαν με λαχτάρα γυρισμού στην πατρίδα. Τραγούδησε άπειρες φορές στην πορεία του βίου ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Και τώρα είναι έτοιμος να εισέλθει εις την χαράν του Νυμφίου και Κυρίου του.
Ναι, ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν, και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν ντυμένοι μες την πίστη των σεμνότατα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 20.10.2007
Φυσική, μεταφυσική και τηλεόραση
Tου Xρηστου Γιανναρα
Παρακολούθησα σε ελλαδικό τηλεοπτικό κανάλι συζήτηση, που αναγγέλθηκε με τον τίτλο: «Τα όρια φυσικής και μεταφυσικής» – η σχέση τους και η διαφορά τους.
Μοιάζει να μην υπάρχει ακόμη στον τόπο μας η πείρα για την παρουσίαση συζητήσεων με τέτοια θέματα από την τηλεόραση. Ισως οι οργανωτές να διακατέχονται από προκαταβολική μειονεξία: να πιστεύουν ότι το θέμα είναι καταδικασμένο σε ελάχιστη θεαματικότητα και προσπαθούν να το καταστήσουν ελκυστικό με τερτίπια «δημοσιογραφικά».
Ετσι, στην εκπομπή που παρακολούθησα, προτάχθηκε κάτι σαν «ρεπορτάζ» ή «ντοκιμαντέρ» για να εισαγάγει, υποτίθεται, τους τηλεθεατές στη συζήτηση που θα ακολουθούσε. Δαπανήθηκαν σαράντα πέντε λεπτά (χρόνος τηλεοπτικός ατέλειωτος) για να προβληθεί ένα συνονθύλευμα αποσπασματικών συνεντεύξεων, οπτικο-ακουστικού υλικού και συναφών σχολιασμών γύρω από τις σχέσεις της θρησκείας με την επιστήμη, πληθωρικές απλουστεύσεις και προβληματισμός πολύ μέτριου επιπέδου, μαζί με σκηνές από ομαδικές εκδηλώσεις θρησκοληψίας και υστερίας σε αμερικάνικες κυρίως σέκτες. Ο αποπροσανατολισμός του τηλεθεατή από το θέμα των σχέσεων φυσικής και μεταφυσικής, κατά τη γνώμη μου, ολοσχερής.
Σκεπτόμουν: Για πρώτη μάλλον φορά στην Ελλάδα τηλεοπτική εκπομπή τολμάει να παρουσιάσει συζήτηση με τέτοιον προβληματισμό. Και είναι εκπομπή που έχει συνηθίσει το κοινό της σε μια ποιότητα μοναδική για τα ελλαδικά τηλεοπτικά δεδομένα, έχει δημιουργήσει παράδοση εξαιρετικού επιπέδου συζητήσεων σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη περίπτωση «διαλόγων». Ποιος λοιπόν διοικητικός μανδαρίνος του καναλιού, άσχετος, φαντασιώθηκε ότι θα «εκλαϊκεύσει» το θέμα υποχρεώνοντας τους ενδιαφερόμενους να υποστούν, επί τρία τέταρτα, αυτή τη «δημοσιογραφική» εισαγωγή;
Σκεφτόμουν ακόμη: Ο συγκεκριμένος προβληματισμός για τα όρια φυσικής και μεταφυσικής έχει στην ελληνική γλώσσα, θα έλεγε κανείς, το φυσικό του «πεδίο»: τις έτοιμες προδιαγραφές για γόνιμη άρθρωση και δόμηση των όποιων καινούργιων δεδομένων, προτάσεων, οριοθετήσεων, οπτικών κομίζει η σημερινή επιστήμη και έρευνα.
Ο,τι ονομάζουμε «κριτική σκέψη» (ο έλεγχος εγκυρότητας της εμπειρικής μας γνώσης, ο τρόπος να ξεχωρίζουμε το πραγματικό από το φαντασιώδες) εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα. Μας υποχρεώνει λοιπόν, τουλάχιστον η γλώσσα (περισσότερο και από τη δεοντολογία του δημόσιου διαλόγου) να οριοθετήσουμε με λογική συνέπεια τον προβληματισμό μας, να κρίνουμε - διακρίνουμε τις πραγματικές, όπως και τις νοηματικές, διαφορές.
Να πούμε με σαφήνεια ότι είναι άλλο το θρησκευτικό φαινόμενο, η θρησκεία ως έκφανση άλογης, ενστικτώδους ορμής για ψυχολογική θωράκιση του εγώ. Και άλλο, πολύ διαφορετικό πεδίο η μεταφυσική, δηλαδή τα ερωτήματα που ξεκινάνε μετά την παρατήρηση, το πείραμα, τη μαθηματική αποδεικτική – ερωτήματα αναπάντητα με τις επιστημονικές μεθόδους της φυσικής.
Η οριοθέτηση έγινε πριν από είκοσι πέντε αιώνες από τον Αριστοτέλη και ισχύει – με αυτήν συνεννοούμαστε οι άνθρωποι: Η φυσική σπουδάζει τα δεδομένα στην αισθητή πραγματικότητα υπαρκτά, πιστοποιεί σχήμα, όγκο, βάρος, μέγεθος, χρώμα, σύνθεση, δομή, ηλικία, «το ποτέ και το πού και την κίνησιν» – παρέχει γνώση θετική, προσιτή στον κάθε παρατηρητή που παρατηρεί κάτω από ίδιες συνθήκες. Ομως δεν είναι η φυσική που θα απαντήσει σε ερωτήματα για την αιτιώδη αρχή και το σκοπούμενο τέλος του κάθε υπαρκτού ή του συνόλου των υπαρκτών, δεν είναι κάτι τέτοιο μέσα στις δυνατότητες των μεθόδων της, δεν είναι ο ρόλος της.
Τα ερωτήματα για την αιτία και τον σκοπό προκύπτουν από τη θεώρηση των υπαρκτών όχι ως προς τα αισθητά, μετρητά τους ιδιώματα, αλλά μόνο ως προς το γνώρισμά τους να υπάρχουν. Τι σημαίνει να «υπάρχει» κάτι και τι το να «μην υπάρχει». Τι είναι το «υπάρχειν» και ποιο το «νοημά» του (η αιτία και ο σκοπός του). Τα ερωτήματα για το υπαρκτό ως υπαρκτό, ως γεγονός μετοχής στην ύπαρξη ανήκουν σε έναν γνωστικό χώρο μετά-τη-φυσική, χώρο που τον σπουδάζει η φιλοσοφία στον βασικό της κλάδο: την οντολογία (λόγο περί του όντος, περί του υπαρκτού ως υπαρκτού), η λεγόμενη και μεταφυσική.
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα της οντολογίας - μεταφυσικής δεν βασίζονται στις αποδεικτικές μεθόδους της φυσικής, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παραβιάζουν τις προϋποθέσεις της κριτικής σκέψης. Είναι ερμηνευτικές προτάσεις συγκροτημένες με ορθή συλλογιστική (με τους κανόνες του «ορθώς διανοείσθαι διά το ορθώς κοινωνείν») συνοψίζοντας και γνωστικές δυνατότητες όπως η διαίσθηση, η αφαιρετική αναγωγή, η αναλογική συσχέτιση. Δεν είναι προτάσεις αυθαίρετες ούτε αξιωματικές (δογματικές), προτείνονται για να γίνουν δεκτές ή να απορριφθούν ανάλογα με το πόσο ικανοποιούν την κοινή λογική εμπειρία. Φιλοσοφικά ρεύματα, σχολές ή παραδόσεις διατυπώνουν οντολογικές προτάσεις που επιβιώνουν ή όχι, ανάλογα με το πόσο ικανοποιούν την ανθρώπινη αναζήτηση.
Οντολογικές - μεταφυσικές προτάσεις διατυπώνονται και από ορισμένες θρησκευτικές παραδόσεις – όχι από όλες, υπάρχουν θρησκείες χωρίς μεταφυσική ή με παιδαριώδη μεταφυσική (όπως π.χ. ο Ισλαμισμός, πολλές φονταμενταλιστικές «χριστιανικές» σέκτες κ.λπ.). Αν επιχειρήσουμε να συναγάγουμε οντολογικές προτάσεις από επιστημονικά συμπεράσματα της φυσικής, το αποτέλεσμα είναι πάντοτε κάποια αφελή και δογματικά ιδεολογήματα. Το ίδιο προκύπτει και αν επιχειρήσουμε από μεταφυσικές προτάσεις να συναγάγουμε επιστημονικές ερμηνείες της πραγματικότητας.
Το συναρπαστικό που συμβαίνει, στα τελευταία εκατό περίπου χρόνια, είναι μια σύγκλιση όχι «απόψεων» ή «θέσεων» αλλά γλωσσών: της γλώσσας που διαμορφώνεται προκειμένου να εκφραστούν οι όποιες θεωρήσεις της πραγματικότητας προκύπτουν από την κβαντομηχανική ή και από τις μη-ευκλείδειες γεωμετρίες, τη θεωρία της σχετικότητας, το θεώρημα της μη-πληρότητας (του Gždel) κ.λπ. Και από την άλλη μεριά, της γλώσσας οντολογικών προτάσεων όπως η προσωποκεντρική του «βυζαντινού» Χριστιανισμού ή η μηδενιστική του Heidegger.
Η διολίσθηση σε αφέλειες, όπως: να αποδείξουμε επιστημονικά ότι υπάρχει Θεός ή ότι δεν υπάρχει Θεός, να αναζητάμε την «εξελικτική διαδικασία» που παρήγαγε τον Θεό(!) ή να καταφεύγουμε στη δογματική, μεταφυσική αρχή της «τυχαιότητας» για να αποφύγουμε το πρόβλημα της αιτιώδους αρχής και του σκοπούμενου τέλους των υπαρκτών, σίγουρα δεν προάγει ούτε την επιστήμη ούτε τη φιλοσοφία.
Φοβάμαι πως δεν ανεβάζει και την τηλεθέαση.

Sunday, January 27, 2008

εξ ανατολής το φως

το εξ ανατολής φως …
«ΤΟ ΝΗΣΙ»
μία ταινία - μήνυμα πνευματικότητας από τη σημερινή Ρωσία

Τον Νοέμβριο του 2006 κυκλοφόρησε στη Ρωσία με μεγάλη επιτυχία η ταινία του ρώσου σκηνοθέτη Παύλου Λουγγίν «ΤΟ ΝΗΣΙ».

Δεν έχω την ικανότητα του κριτικού κινηματογράφου, για να παρουσιάσω το έργο του σκηνοθέτη και τα βαθειά νοήματα, τα ανθρώπινα, πνευματικά και πλήρως θεολογημένα, που είναι και το μήνυμα της ταινίας στο σύγχρονο άνθρωπο. Για τον λόγο αυτό θα μεταφέρω εδώ μερικά από τα όσα έχω διαβάσει στις ρωσικές ιστοσελίδες που πραγματεύονται την επιτυχία αυτής της ταινίας.

Η ταινία μας παρουσιάζει ένα επεισόδιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε νησί στη Λευκή Θάλασσα όπου αρχίζει η τραγωδία ενός νεαρού ρώσου ναύτη που τον εξαναγκάζουν οι Γερμανοί να εκτελέσει τον αξιωματικό του για να του χαρίσουν τη ζωή.

Στη συνέχεια η ταινία μας μεταφέρει στο έτος 1976 σ’ένα μοναστήρι της ίδιας περιοχής, όπου ο νεαρός ναύτης, ως μοναχός Ανατόλιος τώρα, προσπαθεί να ξεπεράσει με την «προσευχή της καρδιάς» (Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτολό) το βαθύ τραύμα της ενοχής για το αμάρτημα του φόνου.

Θα παρουσιάσω, στον περιορισμένο χώρο του σημειώματος, ορισμένες σκέψεις των συντελεστών της μεγάλης αυτής επιτυχίας, που και οι τρεις είναι βαπτισμένα μέλη της ρωσικής Εκκλησίας:

Ο σεναριογράφος Δ. Σόμπολεβ (32), στη διπλωματική του εργασία στο Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας παρουσίασε το σενάριο της ταινίας «Το Νησί» και στο ερώτημα σε ποιούς απευθύνεται η ταινία, σχολιάζει: «Κατά την άποψή μου η ταινία απευθύνεται στους ανθρώπους για τους οποίους το αίσθημα ενοχής έχει κάποια σημασία, διότι η ύπαρξη αυτού του αισθήματος, όπως και της συνειδήσεως, επιτρέπει στον κόσμο να βρίσκει την ισορροπία του».

Ο σκηνοθέτης Πάβελ Λουγγίν, που για πρώτη φορά ασχολήθηκε με εκκλησιαστικό θέμα, παρατηρεί: «Ο θεατής αυτής της ταινίας είναι ο βασανιζόμενος άνθρωπος που δεν έχασε την ελπίδα να βρει το νόημα της ζωής. Μου φαίνεται ότι οι ικανοποιημένοι χριστιανοί δεν θα αποδεχθούν την ταινία όπως και οι ικανοποιημένοι αθεϊσταί. Δεν είχε πει και ο Μπερντιάεφ ότι στην εποχή μας ο βασανιζόμενος αθεϊστής είναι πιο κοντά στον Θεό, παρά ο ικανοποιημένος χριστιανός;»

Ο Πέτρος Μάμονοφ - μοναχός Ανατόλιος (56), πρώην ροκάς, πανκ, αλκοολικός ναρκομανής και σήμερα πιστός χριστιανός, μετά από 10ετή απομόνωση με την οικογένειά του σε ένα χωριό κοντά στη Μόσχα, σχολιάζει: «Όταν ο καλλιτέχνης – άνθρωπος πιστός – αρχίζει να τραγουδάει η να ζωγραφίζει πίνακες περί Θεού, τούτο κατά κανόνα καταλήγει σε ψεύτισμα. Ας δουλέψει όπως θέλει, με την διαίσθησή του, και η πίστη του και ο Θεός μέσα του κατά κάποιο τρόπο θα φανερωθούν. Και ο Λουγγίν (ο σκηνοθέτης) κατάφερε έτσι να αποφύγει το κιτς».

Κατά την διάρκεια του 2007 έγιναν πολλές συναντήσεις και συζητήσεις με συμμετοχή του ευρύ κοινού, πάνω στο γεγονός και το φαινόμενο της δημιουργίας ενός βαθειά εκκλησιαστικού φιλμ και την ευρεία αποδοχή της ταινίας «Το Νησί» σ’ένα λαό που, αν και απέκτησε την ελευθερία του μετά από 70 χρόνια πνευματικής σκλαβιάς, αντιμετωπίζει σήμερα την επέλαση του ντόπιου και του δυτικόφερτου αρνητισμού και αθεϊσμού.

Ο κριτικός Σεργέϊ Γκόρτσεβ, χαρακτηρίζοντας «Το Νησί» σαν την καλλίτερη κινηματογραφική ταινία του 2006, καταλήγει ότι «στο σύνολό της, η ταινία μας έδειξε ότι η Ρωσία δεν έχει μόνο πετρέλαια, αέριο, διαφθορά και ανηθικότητα. Και αυτό δίνει μία ελπίδα για το καλλίτερο».

Η λέκτορας Θεολογίας Λαρίσα Στάχ παρατηρεί: «Αυτή η ταινία έγινε ο δείκτης της καταστάσεως στην οποία βρίσκεται η σημερινή κοινωνία – έγινε κατανοητό ότι για άλλη μια φορά δεν κατάφεραν να τσακίσουν την Ρωσία».

Στην δημοσκοπική έρευνα* που έγινε, τα πιο συχνά σχόλια που ακούστηκαν ήταν η αναφορά στον ηθικό προβληματισμό που γεννάει, στο φιλοσοφικό της βάθος και ιδίως ότι την βασική ιδέα του φιλμ την είδαν σαν πρόσκληση σε μετάνοια: «το φιλμ σε πλησιάζει στον Θεό», «θέτει τα προβλήματα χρέους, συνειδήσεως, τιμής», «δείχνει τον θρίαμβο της ανθρώπινης συνειδήσεως».

Θα κλείσω με ένα άλλο σχόλιο του σκηνοθέτη Π. Λουγγίν: «Σήμερα, θέλω να πιστεύω, ότι η Εκκλησία είναι ένας από τους πλέον ζωντανούς κοινωνικούς οργανισμούς στη χώρα μας και στην ταινία αυτή απλώς προσπαθήσαμε να την διαπεράσουμε με την αίσθηση ότι υπάρχει Θεός και ότι δεν είμαστε μόνοι σ’αυτόν τον κόσμο».

Κ. Μεϊχανετζίδης
01.01.2008
* Η έρευνα έγινε 3-4 Φεβρουάριου 2007 σε πανρωσική κλίμακα σε 44 νομούς και 100 πόλεις. Επί 1500 ερωτηθέντων και με στατιστικό σφάλμα μέχρι 3,6%, η έρευνα έδειξε ότι την ταινία παρακολούθησε το 69% των κατοίκων της χώρας και από όσους την παρακολούθησαν το 69% την έκρινε θετικά και με ρεκόρ θεαματικότητες στη τηλεθέαση – 49%. Στη Μόσχα «Το Νησί» πηρέ το Μεγάλο Βραβείο «Χρυσός Αετός» (το ρωσικό Όσκαρ) και παρουσιάσθηκε στα φεστιβάλ Βενετίας, Τορόντο, Λονδίνου και Θεσσαλονίκης. Στην Ελλάδα η ταινία αγνοήθηκε από τους κινηματογράφους προφανώς ως μη εμπορική και στα τηλεοπτικά κανάλια τα γνωστά κυκλώματα θα την θεώρησαν και «σκοταδιστική». Κυκλοφορεί όμως ευρύτατα από χέρι σε χέρι σε DVD με ελληνικούς υπότιτλους.